προσκαταπλάσσω

προσκαταπλάσσω
ΜΑ
βάζω κατάπλασμα επί πλέον, εφαρμόζω ως έμπλαστρο επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + καταπλάσσω «επαλείφω, βάζω έμπλαστρο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσκατάπλασσε — προσκαταπλάσσω apply as a plaster pres imperat act 2nd sg προσκαταπλάσσω apply as a plaster imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταπλάσσων — προσκαταπλάσσω apply as a plaster pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταπλάττειν — προσκαταπλάσσω apply as a plaster pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”